-
1 θωψ
-
2 θώψ
A flatterer, false friend, Hdt.3.80;θ. πλούτου Antipho Soph.65
, cf. Them.Or.20.237d.II as Adj., θῶπες λόγοι fawning speeches, Trag.Adesp.24, Pl.Tht. 175e, Ph.2.52 (cf. τέ-θηπα, θάμβος).
См. также в других словарях:
θωψ — θώψ, ωπός ὁ (Α) 1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» αν κανείς τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.) 2. ως επίθ. φρ. «θῶπες… … Dictionary of Greek